- υδρογονοβόμβα
- ηατομική βόμβα υδρογόνου με τεράστια καταστρεπτική δύναμη.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
υδρογονοβόμβα — Εκρηκτική βόμβα με μεγάλη καταστρεπτική ενέργεια. Η δράση της στηρίζεται σε θερμοπυρηνική αντίδραση. Είναι η ισχυρότερη μέχρι σήμερα βόμβα, που δοκιμάστηκε σε στόχους μη πολεμικούς. Μετά την έκρηξη των ατομικών βομβών στο Ναγκασάκι και τη… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek